- ξενεών
- ξενεών, -ῶνος, ὁ (Α)βλ. ξενώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενεών — guest chamber masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενεῶνι — ξενεών guest chamber masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενεῶνος — ξενεών guest chamber masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενεῶσι — ξενεών guest chamber masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξενώνας — ο (ΑΜ ξενών, ῶνος, Α και ξενεών) ειδικό κτήριο ή κατάλυμα σε μοναστήρι ή δωμάτιο σπιτιού για διαμονή και διανυκτέρευση ξένων μσν. πτωχοκομείο ή νοσοκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + κατάλ. ών / ώνας (πρβλ. αμπελ ώνας, περιστερ ώνας)] … Dictionary of Greek